Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αήθης -ης -ες [aíθis] Ε11α : (λόγ.) ανάρμοστος, απρεπής: ~ συμπεριφορά. Aηθέστατο κείμενο.
[λόγ. < αρχ. ἀήθης `ασυνήθιστος, χωρίς διάπλαση χαρακτήρων (για τραγωδία)΄ σημδ. γαλλ. insolite]