Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίσιος
1 εγγραφή
ίσιος -α -ο [ísxos] Ε4 : (πρβ. ίσος, από το οποίο πρέπει κανονικά να διακρίνεται) ευθύς. 1α. που δεν έχει καμπύλες ή γωνίες: Ίσια γραμμή, ευθεία (σε αντιδιαστολή προς την τεθλασμένη ή την καμπύλη) ή, συνηθέστερα, η ευθεία που χαράζεται με κανόνα (σε αντιδιαστολή προς τη στραβή). β. που εκτείνεται κατά την έννοια της ευθείας γραμμής: Ο ~ κορμός του κυπαρισσιού. Πολύ ~, ολόισιος. Ίσια μύτη. ANT στραβή, γαμψή. Ίσια πόδια. ANT στραβά. Ίσιο κορμί, ευθυτενές. || Ίσια επιφάνεια, επίπεδη και ομαλή. ANT ανώμαλος, κοίλος, κυρτός. || ~ δρόμος, ευθύς ή σε οριζόντιο επίπεδο και ομαλός, και ως έκφραση, για να δηλώσουμε την ηθική ζωή ή τη ζωή που είναι σύμφωνη με τους κοινωνικούς κανόνες: Bαδίζω / παίρνω τον ίσιο δρόμο. Bάζω κπ. στον ίσιο δρόμο. Ύστερα από πολλές περιπέτειες τελικά μπήκε στον ίσιο δρόμο. 2. (μτφ.) ως χαρακτηρισμός προσώπου που συμπεριφέρεται προς τους άλλους με έναν απόλυτα ειλικρινή και έντιμο τρόπο· ειλικρινής και έντιμος· ντόμπρος. (επιρρ. έκφρ.) στα ίσια, χωρίς περιστροφές, χωρίς υπονοούμενα ή υπεκφυγές· καθαρά, ευθέως: Tον κατηγόρησε στα ίσια. Άσε τα πολλά λόγια και πες μου στα ίσια τι ζητάς. ίσια ΕΠIΡΡ α. σε ευθεία γραμμή, χωρίς καμπύλες, γωνίες κτλ.: Kόβω κτ. ~. β. σε ευθεία γραμμή, κατεύθυνση, κατευθείαν: Kοίτα ~ μπροστά σου.

[μσν. ίσιος < ισ(άζω) -ιος, κατά τα επίθ. σε -ιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες