Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ίππος
4 εγγραφές [1 - 4]
ίππος ο [ípos] Ο18 : I. (λόγ.) το άλογο. ΦΡ δούρειος ~, το ξύλινο άλογο στο οποίο κρύφτηκαν οι στρατιώτες του Οδυσσέα για να μπουν κρυφά στην Tροία και μτφ. μέσο και προκάλυμμα για εξαπάτηση. II. (φυσ.) μονάδα μέτρησης της ισχύος των μηχανών, που ισούται με την ισχύ που δαπανάται για την ανύψωση βάρους 75 κιλών κατά 1 μέτρο σε 1 δευτερόλεπτο· άλογο: Mηχανή δέκα ίππων. || Φορολογήσιμοι ίπποι. III. όργανο γυμναστικής. IV. (λόγ.) άλογοIII.

[λόγ.: I: αρχ. ἵππος· II: σημδ. γαλλ. cheval & αγγλ. horse (power)· III: σημδ. γαλλ. cheval d΄arçon· IV: σημδ. γαλλ. cavalier `ιππότης΄]

ιπποσκευή η [iposkeví] Ο29 : (λόγ.) σαγή αλόγου.

[λόγ. ιππο-I + σκευή μτφρδ. γερμ. Ρferdegeschirr(;)]

ιπποστάσιο το [ipostásio] Ο40 : (λόγ.) στάβλος για άλογα.

[λόγ. < αρχ. ἱπποστάσιον]

ιπποσύνη η [iposíni] Ο30 : το κοινωνικό στρώμα των ιπποτών του Mεσαίωνα, καθώς και τα ήθη, το πνεύμα και οι αντιλήψεις τους: Xειροτονήθηκε ιππότης σύμφωνα με όλους τους νόμους της ιπποσύνης· (πρβ. ιπποτισμός).

[λόγ. < αρχ. ἱπποσύνη `ιππευτική τέχνη΄ σημδ. γαλλ. chevalerie]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες