Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ίνδικτος η [ínδiktos] Ο36 : (σπάν.) η ινδικτιώνα.
[λόγ. < μσν. ίνδικτος < λατ. indict(us) ( [indíktus] ) -ος (σε υστλατ. σημ.) με μετακ. τόνου ίσως με βάση τη γεν.]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[λόγ. < μσν. ίνδικτος < λατ. indict(us) ( [indíktus] ) -ος (σε υστλατ. σημ.) με μετακ. τόνου ίσως με βάση τη γεν.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |