Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήμισυς ημίσεια ήμισυ [ímisis imísia ímisi] Ε : (λόγ.) μισός, μόνο στις εκφράσεις το έτερον ήμισυ, ο ένας από τους δύο συζύγους: Πού βρίσκεται το έτερον ήμισυ; κατά το ήμισυ, κατά το ένα δεύτερο: Tο ακίνητο ανήκει κατά το ήμισυ στο δημόσιο και κατά το ήμισυ σε ιδιώτη. (νομ.) εξ ημισείας, για διανομή περιουσίας, σε δύο ίσα μέρη. (γνωμ.) η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, το σπουδαιότερο είναι να αρχίσει ή το πώς θα αρχίσει μία προσπάθεια.
[λόγ. < αρχ. ἥμισυς]



