Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έωλος
1 εγγραφή
έωλος -η -ο [éolos] Ε5 : (λόγ.) κυρίως ως χαρακτηρισμός επιχειρημάτων, σοφισμάτων κτλ. που είναι ξεπερασμένα και που κατά συνέπεια δεν έχουν ουσιαστικό περιεχόμενο, που είναι αβάσιμα.

[λόγ. < αρχ. ἕωλος (αρχική σημ.: `μπαγιάτικος΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες