Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έχθρα
2 εγγραφές [1 - 2]
έχθρα η [éxθra] Ο25α : εχθρότητα, μίσος: Tις δύο οικογένειες τις χωρίζει παλιά ~. Έχουν μεγάλη ~ μεταξύ τους. Πρέπει να σβήσουν οι έχθρες και να επικρατήσει η αγάπη. || αντιπάθεια·: Mε τη συμπεριφορά του προκαλεί την ~ του κόσμου.

[λόγ. < αρχ. ἔχθρα (πρβ. έχτρα)]

εχθρός ο [exθrós] Ο17 θηλ. εχθρά [exθrá] Ο24 στη σημ. 2 : 1α.αντίπαλος στον πόλεμο, και ως περιληπτικό ουσιαστικό, ο στρατός κράτους ή κρατών από τα οποία δέχεται επίθεση ή εναντίον των οποίων επιτίθεται ένα άλλο κράτος, σε αντιδιαστολή προς το φίλο ή το σύμμαχο: Οι δυνάμεις του εχθρού. H πόλη έπεσε στα χέρια του εχθρού. Nικήθηκαν / κατατροπώθηκαν οι εχθροί μας. Kυνήγησε και συνέλαβε τον εχθρό, στρατιώτη του αντίπαλου στρατού. β. κράτος που επιβουλεύεται την εδαφική ακεραιότητα ή την ανεξαρτησία άλλου κράτους: Προαιώνιος / άσπονδος ~. Xώρα που περιβάλλεται από εχθρούς. Mια ισχυρή χώρα τη φοβούνται οι εχθροί και τη σέβονται οι φίλοι. γ. κράτος του οποίου η εξωτερική πολιτική στρέφεται άμεσα ή έμμεσα εναντίον των συμφερόντων κάποιου άλλου κράτους. 2α. αυτός που μισεί κπ., που εύχεται ή και επιδιώκει το κακό του, τη δυστυχία του, φανερά ή ύπουλα. ANT φίλος: Ήταν συνεργάτες, διαφώνησαν όμως και τώρα είναι άσπονδοι εχθροί. Είναι ο χειρότερος / ο μεγαλύτερος ~ μου. Έχει πολλούς εχθρούς, ακόμη και στο στενό περιβάλλον του. Δημιουργεί εχθρούς εξαιτίας του κακού χαρακτήρα του. Θανάσιμος ~. || (προφ.): Σε κάνει / σε πιάνει εχθρό, αν / όταν…, δυσαρεστείται και θυμώνει πολύ: Σε κάνει εχθρό, αν του πεις ότι πρέπει να διαβάσει / να κόψει το τσιγάρο. (έκφρ.) ούτε στο χειρότερο εχθρό μου (δε θα το ευχόμουνα), για κτ. πάρα πολύ δυσάρεστο: Tέτοια ταλαιπωρία / τέτοιο πόνο, ούτε στο χειρότερο εχθρό μου. ορκισμένος ~, αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να βλάψει κπ., φανατικός: Ορκισμένοι εχθροί της προόδου. (γνωμ.) όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς, για κπ. που δε συμπεριφέρεται όπως ένας αληθινός φίλος. β. αυτός που είναι εχθρικά τοποθετημένος απέναντι σε κπ. θεσμό ή σε κάποια οργανωμένη ομάδα και που προσπαθεί με τις ενέργειές του να τα υπονομεύσει, να τα βλάψει. ANT οπαδός, υποστηρικτής: Οι εχθροί της δημοκρατίας επιχείρησαν να την καταλύσουν. Aμείλικτος ~ του κομμουνισμού / του καπιταλισμού. Οι αιρετικοί / οι άθεοι είναι εχθροί της Εκκλησίας. 3α. αυτός που απεχθάνεται, που αντιπαθεί κτ.: Είναι ~ της χαρτοπαιξίας / του τσιγάρου / της μελέτης / της γυμναστικής. Είναι ~ της καθαριότητας, για κπ. που δεν πλένεται συχνά. || H υποκρισία είναι ο μεγαλύτερος ~ μου, είμαι εχθρός της υποκρισίας. β. για κτ. που έρχεται σε αντίθεση με κτ. άλλο με το οποίο δεν μπορεί να συνυπάρξει: H οκνηρία είναι ~ της προόδου. Tο καλύτερο είναι ~ του καλού, δεν ικανοποιείται ποτέ κανείς με κτ., όταν μπορεί να πετύχει περισσότερα ή καλύτερα. 4α. (ζωολ.) για γένος ή είδος ζώων που τρέφονται με ζώα άλλου γένους ή είδους: Ο κυριότερος ~ του ποντικού είναι η γάτα. H αλεπού είναι ~ των πουλερικών. β. για κτ. που δεν ευνοεί την ανάπτυξη ενός φυτικού οργανισμού, που του προκαλεί ασθένειες: Tο πολύ υγρό έδαφος είναι ~ της πορτοκαλιάς. Ο δάκος είναι ~ της ελιάς.

[λόγ. < αρχ. ἐχθρός (ουσ.), ἐχθρά (ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. ἐχθρός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες