Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έτυμο
6 εγγραφές [1 - 6]
έτυμο το [étimo] Ο40 : (γραμμ.) λέξη από την οποία δεχόμαστε ότι παράγεται ορισμένη άλλη.

[λόγ. < ελνστ. ἔτυμον (ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἔτυμος `αληθινός΄) `αληθινή σημασία μιας λέξης σύμφωνα με την καταγωγή της΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ετυμολογία]

ετυμολόγηση η [etimolójisi] Ο33 : έρευνα της προέλευσης, ενδεχομένως του τρόπου σχηματισμού (ρίζα, πρόθημα, επίθημα, συνθετικό κτλ.) και της εξέλιξης μιας λέξης: Ειδικός συνεργάτης του λεξικού ασχολείται με την ~ των λημμάτων. || το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας· ετυμολογία: Σωστή / λανθασμένη ~.

[λόγ. ετυμολογη- (ετυμολογώ) -σις > -ση]

ετυμολογία η [etimolojía] Ο25 : η προέλευση, ενδεχομένως ο τρόπος σχηματισμού (ρίζα, πρόθημα, επίθημα, συνθετικό κτλ.) και η εξέλιξη μιας λέξης: Λεξικό που δίνει την ορθογραφία, την ~ και τις σημασίες κάθε λέξης. || η ετυμολόγηση: Iστορική / συγχρονική ~.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογία `αληθινή ή πρωταρχική σημασία μιας λέξης΄ σημδ. γαλλ. étymologie, γερμ. Εtymologie < λατ. etymologia < ελνστ. ἐτυμολογία]

ετυμολογικός -ή -ό [etimolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στην ετυμολογία ή στην ετυμολόγηση: Ετυμολογικές έρευνες / μελέτες. Ετυμολογική ιστορία μιας λέξης. || (γραμμ.) Ετυμολογικό σχήμα, που γίνεται με επανάληψη μιας λέξης ή με χρήση λέξεων, οι οποίες συγγενεύουν ετυμολογικά. || (ως ουσ.) το ετυμολογικό, το τμήμα της γραμματικής που ασχολείται με την παραγωγή και τη σύνθεση. α. που περιέχει ετυμολογίες: Tο ετυμολογικό μέρος ενός λεξικού. Ετυμολογικό λεξικό, που περιέχει μόνο τις ετυμολογίες των λέξεων. β. που γίνεται με βάση την ετυμολογία: ~ ορισμός μιας λέξης. ετυμολογικά ΕΠIΡΡ: Λέξεις που συγγενεύουν ~, δεν έχουν όμως την ίδια σημασία.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογικός]

ετυμολόγος ο [etimolóγos] Ο18 θηλ. ετυμολόγος [etimolóγos] Ο35 : αυτός που ασχολείται με την ετυμολόγηση.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

ετυμολογώ [etimoloγó] -είται Ρ10.9 : κάνω ετυμολόγηση: ~ σωστά / εσφαλμένα μία λέξη. Ο δεύτερος τύπος ενός λήμματος ετυμολογείται μαζί με τον πρώτο.

[λόγ. < ελνστ. ἐτυμολογῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες