Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: έτερος
2 items total [1 - 2]
έτερος ετέρα έτερο(ν) [éteros] Ε γεν. αρσ. και ουδ. εν. ετέρου, πληθ. ετέρων : (λόγ.) άλλος. (έκφρ.) το έτερον ήμισυ*. έτερον εκάτερον, για να δηλωθεί ότι κτ. είναι άσχετο με κτ. άλλο.

[λόγ. < αρχ. ἕτερος]

ετερόσημος -η -ο [eterósimos] Ε5 : (μαθημ., για αριθμό) που έχει διαφορετικό πρόσημο από κπ. άλλο. ANT ομόσημος.

[λόγ. < μσν. ετερόσημος `με διαφορετική σημασία΄ < ετερο- + σήμ(α) -ος κατά τη σημ. της λ. πρόσημο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go