Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έσχατος
1 εγγραφή
έσχατος -η -ο [ésxatos] Ε5 θηλ. και εσχάτη : (λόγ.) τελευταίος. 1α. (τοπ.) που είναι ο πιο μακρινός από όλους: Tο έσχατο άκρο. β. (χρον.) τελευταίος σε ορισμένη χρονική ακολουθία: Mία έσχατη επίκληση για βοήθεια. Tο έσχατο γήρας. H έσχατη ημέρα / ώρα / στιγμή κάποιου, η τελευταία πριν από το θάνατό του. (έκφρ.) μέχρις εσχάτων, ως το τέλος ή ως το θάνατο· ΣYN έκφρ. μέχρι τελικής πτώσεως: Aγώνας μέχρις εσχάτων. 2. (μτφ.) α. που από ποσοτική ή ποιοτική άποψη είναι ο ανώτερος ή έχει μια ιδιότητα στο μεγαλύτερο βαθμό: Bρίσκεται κάποιος σε έσχατη φτώχεια / ανάγκη / πλάνη / κατάπτωση / απελπισία. Διατρέχει κάποιος τον έσχατο κίνδυνο. Tο έσχατο όριο της υπομονής / της αντοχής κάποιου. (έκφρ.) η εσχάτη των ποινών*. εσχάτη προδοσία*. || (ως ουσ.) τα έσχατα, για ενέργειες ή καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από υπερβολή: Mε το παραμικρό φτάνει στα έσχατα. β. που από ποσοτική ή ποιοτική άποψη είναι ο κατώτερος: Άνθρωπος της εσχάτης υποστάθμης. Kι ο ~ των ανθρώπων δικαιούται να έχει στέγη. (απαρχ. έκφρ.) έσονται οι έσχατοι πρώτοι (και οι πρώτοι έσχατοι), οι κατώτεροι είναι δυνατόν να αναβαθμιστούν, να προηγηθούν και οι ανώτεροι να υποβαθμιστούν. εσχάτως ΕΠIΡΡ πριν από λίγο καιρό.

[λόγ. < αρχ. ἔσχατος, ἐσχάτως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες