Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρπων
1 εγγραφή
έρπων -ουσα -ον [érpon] Ε12 : (λόγ.) που έρπει.

[λόγ. < αρχ. ἕρπων μεε. του ἕρπω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες