Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έρπης
1 εγγραφή
έρπης ο [érpis] & έρπητας ο [érpitas] Ο5α : (ιατρ.) δερματική ασθένεια που εμφανίζεται ως εξάνθημα με μορφή φυσαλίδων επάνω σε κόκκινη βάση: Ο ιός του έρπη. Aπλός / επιχείλιος ~. Ο ~ ζωστήρας*.

[λόγ. < αρχ. ἕρπης & αιτ. -ητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες