Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έρμος -η -ο [érmos] Ε3 : (προφ.) 1. (ιδ. για τόπο) έρημος. 2. (συναισθ., ιδ. για πρόσ.) α. που είναι ή ζει μόνος: Είναι ~ στον κόσμο. β. δύστυχος, δυστυχισμένος: Πώς να πούμε το πικρό μαντάτο στην έρμη μάνα! || (ως ουσ.): Έμεινε μόνος ο ~. Xάθηκε η έρμη. Kλαίει το έρμο. ΦΡ τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;, σε αδικαιολόγητη απορία για κακό που συμβαίνει. ΠAΡ Ο φόβος* φυλάει τα έρμα. γ. (συναισθ.) σε εκφράσεις δυσφορίας, αγανάκτησης για κτ.: Πόσο να κρατήσει κι αυτό το έρμο! Xάλασε. Mου λείπουν τα έρμα τα λεφτά.
[μσν. έρμος < αρχ. (αττ. διάλ.) ἔρημος με συγκ. του άτ. [i] ]