Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξτρα
2 εγγραφές [1 - 2]
έξτρα [ékstra] & εξτρά [ekstrá] μόνο στη σημ. 1 επίρρ. : (προφ.) 1. επιπλέον: Προσφέρεται βασικός μισθός και υψηλές ~ αποδοχές. Mου πλήρωσε τα μεροκάματα κι ένα χιλιάρικο εξτρά. || (ως επίθ.): Φυσικά θα σου αυξήσω το μισθό για τις ~ υπηρεσίες που θα μου προσφέρεις. || (ως ουσ.): τα έξτρα / εξτρά: Ο μισθός του με τα εξτρά ξεπερνάει τις τριακόσιες χιλιάδες. Aυτοκίνητο με ραδιόφωνο κι άλλα πολλά ~. 2. (παρωχ.) που είναι πάρα πολύ καλός: ~ ποιότητα. Kρασί / τσιγάρα ~.

[εξτρά: λόγ. < γαλλ. extra < λατ. extra· έξτρα: λόγ. κατά το λατ. τονισμό]

εξτραφόρ το [ekstrafór] Ο (άκλ.) : στενή ταινία από ύφασμα, με την οποία ενισχύουν εσωτερικά τις ραφές ή τα στριφώματα.

[λόγ. < γαλλ. extra-fort]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες