Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έξαλλος
2 εγγραφές [1 - 2]
έξαλλος -η -ο [éksalos] Ε5 : 1.(για πρόσ.) που έχει χάσει την αυτοκυριαρχία του λόγω έντονου συναισθήματος: Είναι / έγινε κάποιος ~ από το θυμό / τη χαρά / τον ενθουσιασμό του. Πετάχτηκε πάνω ~ αναποδογυρίζοντας την καρέκλα του. Tο έξαλλο πλήθος δεν άφησε τίποτα όρθιο. Έξαλλη κατάσταση, που χαρακτηρίζει τον έξαλλο άνθρωπο. || πολύ έντονος: ~ ενθουσιασμός, ξέφρενος. Έξαλλο μίσος. 2. που είναι υπερβολικά διαφορετικός από ό,τι θεωρείται σωστό, από ό,τι είναι κοινωνικά αποδεκτό: Έξαλλο ντύσιμο / χτένισμα / φέρσιμο. Ένας ~ χορός. Tα έξαλλα νιάτα της δεκαετίας του 1960. έξαλλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἔξαλλος `τελείως διαφορετικός, θαυμαστός΄ ίσως από σφαλερή ταύτιση προς το αρχ. ρ. ἐξάλλομαι `πηδάω ψηλά΄]

εξαλλοσύνη η [eksalosíni] Ο30 : η ιδιότητα του έξαλλου: H ~ του όχλου. || (συνήθ. πληθ.) οι έξαλλες ενέργειες: Δημαγωγικές εξαλλοσύνες. Aποφεύγει τις εξαλλοσύνες.

[λόγ. έξαλλ(ος) -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες