Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ένσφαιρος -η -ο [énsferos] Ε5 : που έχει σφαίρα, βλήμα. ANT άσφαιρος: Ένσφαιρα φυσίγγια. || που γίνεται με ένσφαιρα φυσίγγια: Ένσφαιρα πυρά, πραγματικά, αληθινά. ~ πυροβολισμός.
[λόγ. εν- σφαίρ(α) -ος]