Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένθημα
1 εγγραφή
ένθημα το [énθima] Ο49 : (γλωσσ.) παράθημα που εμφανίζεται στο εσωτερικό λέξης: Tο “-μ-” στο αρχαίο ελληνικό ρήμα “λαμβάνω” είναι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἔνθημα `κτ. βαλμένο μέσα΄ κατά τη σημ. της λ. επίθημα σημδ. νλατ. infixum]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες