Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένδυμα
5 εγγραφές [1 - 5]
ένδυμα το [énδima] Ο49 : 1.ό,τι χρησιμοποιούμε για την κάλυψη του σώματός μας· ρούχο: Aντρικά / γυναικεία / παιδικά ενδύματα. Bιοτεχνία ετοίμων ενδυμάτων. 2. ενδυμασία, αμφίεση, περιβολή, στολή, φορεσιά: Επίσημο ~. ~ περιπάτου / χορού. 3. (ειδ. εκκλ.) ~ γάμου, τα ηθικά προσόντα που απαιτούνται για να εισέλθει κάποιος στη Bασιλεία των Ουρανών. 4. (μτφ.) για ό,τι κρύβει, καλύπτει κτ.: Πέταξε το ~ του καλού χριστιανού και φάνηκε ο αληθινός του χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. ἔνδυμα]

ενδυμασία η [enδimasía] Ο25 : το σύνολο των εξωτερικών κυρίως ενδυμάτων τα οποία φοράει κάποιος· (πρβ. αμφίεση, περιβολή, στολή, φορεσιά): Επίσημη / καθημερινή / ατημέλητη / εορταστική / πλούσια / πολυτελής / στρατιωτική / πολιτική / εθνική / τοπική ~. ~ περιπάτου / χορού.

[λόγ. ενδυμα(τ)- (δες ένδυμα) -σία απόδ. γαλλ. habillement (πρβ. μσν. εντυμασιά `ρούχα΄)]

ενδυματολογία η [enδimatolojía] Ο25 : η συστηματική ενασχόληση με το σχεδιασμό ενδυμασιών, ιδίως θεατρικών παραστάσεων.

[λόγ. ενδυματο(λόγιον) -λογία]

ενδυματολόγιο το [enδimatolójio] Ο40 : α.το σύνολο των ενδυμασιών που σχεδιάζονται και χρησιμοποιούνται σε θεατρική παράσταση: Πλούσιο / φτωχό / φανταχτερό ~. Aναλαμβάνω να αποφασίσω για το ~ μιας παράστασης. β. (λόγ.) το σύνολο των ενδυμάτων κάποιου· γκαρνταρόμπα.

[λόγ. ενδυματ- (ένδυμα) -ο- + -λόγιον]

ενδυματολόγος ο [enδimatolóγos] Ο18 θηλ. ενδυματολόγος [enδimatolóγos] Ο35 : αυτός που σχεδιάζει ενδυμασίες για θεατρικές παραστάσεις.

[λόγ. ενδυματ- (ένδυμα) -ο- + -λόγος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες