Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ένδικος
1 εγγραφή
ένδικος -η -ο [énδikos] Ε5 : (νομ.) ένδικα μέσα, οι προβλεπόμενες από τη δικονομία διαδικαστικές πράξεις με τις οποίες ένας διάδικος μπορεί να επιδιώξει την ακύρωση ή τη μεταβολή δικαστικής απόφασης (π.χ. έφεση, αναίρεση, αναψηλάφηση, ανακοπή κτλ.).

[λόγ. < ελνστ. ἔνδικος `που αναφέρεται στο δικαστήριο΄, αρχ. σημ.: `νόμιμος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες