Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έναστρος -η -ο [énastros] Ε5 : που είναι γεμάτος άστρα. ANT άναστρος: ~ ουρανός. Έναστρη νύχτα.
[λόγ. < ελνστ. ἔναστρος, αρχ. σημ.: `ανάμεσα στ΄ άστρα΄]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < ελνστ. ἔναστρος, αρχ. σημ.: `ανάμεσα στ΄ άστρα΄]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |