Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμπυος
1 εγγραφή
έμπυος -α -ο [émbios] Ε6 : (ιατρ.) που έχει πύον: Έμπυο έλκος. ~ δοθιήνας.

[λόγ. < αρχ. ἔμπυος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες