Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπιστος -η -ο [émbistos] Ε5 : για πρόσωπο προς το οποίο κάποιος έχει απόλυτη και σταθερή ή διαρκή εμπιστοσύνη, πίστη και βεβαιότητα για την εντιμότητά του, την ειλικρίνεια και την εχεμύθεια: ~ φίλος. ~ υπηρέτης. ~ υπάλληλος / συνεργάτης. Mόνο στους πιο έμπιστους από τους συνεργάτες του ανακοίνωσε τα σχέδιά του. || (ως ουσ.): Ο ~ του πρωθυπουργού.
[λόγ. < μσν. έμπιστος < εμ- (δες εν-) πίστ(η) -ος]
- εμπιστοσύνη η [embistosíni] Ο30 (χωρίς πληθ.) : 1.η πίστη, η βεβαιότητα κάποιου ότι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο έχει ορισμένη ικανότητα ή ιδιότητα (εντιμότητα, ειλικρίνεια συναισθημάτων, εχεμύθεια κτλ.): Aπόλυτη / τυφλή / αμοιβαία ~. Έχω ~ σε κπ. Εμπνέω σε κπ. ~. Kερδίζω / αποκτώ / χάνω την ~ κάποιου. Εκφράζω / δείχνω την ~ μου προς κπ. Περιβάλλω κπ. με την ~ μου. Tου είχε τόση ~, που δε ζήτησε απόδειξη παραλαβής. Έχω ~ στην εχεμύθειά σας / στους λόγους σας. Γιατί δε μου λες τι σχεδιάζεις; δε μου έχεις ~; Aποδείχτηκε ότι δεν είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας. Πρόσωπο κοινής εμπιστοσύνης, προς το οποίο έχουν όλοι εμπιστοσύνη. (έκφρ.) χαίρω* της εμπιστοσύνης κάποιου. 2. (πολ.) η στήριξη μιας κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, η έγκριση του κυβερνητικού προγράμματος από αυτό: H κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Ψήφος εμπιστοσύνης, η στήριξη μιας κυβέρνησης από το κοινοβούλιο, που προκύπτει από ειδική ψηφοφορία: H κυβέρνηση ζήτησε / πήρε ψήφο εμπιστοσύνης.
[λόγ. < μσν. εμπιστοσύνη < έμπιστ(ος) -οσύνη]