Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έμπεδος -η -ο [émbeδos] Ε5 : ως χαρακτηρισμός στρατιωτικού τμήματος που, ακόμα και σε περίοδο εκστρατείας, παραμένει στην έδρα του, για να αναλάβει την εκπαίδευση των νεοσυλλέκτων και άλλες υπηρεσίες των μετόπισθεν: Έμπεδο τάγμα. ~ λόχος. || (ως ουσ.) το έμπεδο, το στρατιωτικό τμήμα και ο χώρος όπου είναι εγκατεστημένο: Περίμεναν πότε θα φύγουν από τα έμπεδα και θα πάνε στο μέτωπο.
[λόγ. < αρχ. ἔμπεδος `στο έδαφος, σταθερός΄ & σημδ. αγγλ.(;) base regiment]