Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έλος το [élos] Ο46 : εδαφική έκταση που καλύπτεται από αβαθή και λιμνάζοντα νερά μέσα στα οποία υπάρχουν γεώδεις και φυτικές ύλες· (πρβ. βάλτος, τέλμα).
[λόγ. < αρχ. ἕλος]