Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλλογος
1 εγγραφή
έλλογος -η -ο [éloγos] Ε5 : (λόγ.) που έχει λόγο (νόηση και γλώσσα). ANT άλογος: Ο άνθρωπος, το μόνο έλλογο ον. || (για ενέργεια, διάθεση) που πηγάζει από το λόγο, από τη νόηση· (πρβ. λελογισμένος, συνετός): Έλλο γο θάρρος.

[λόγ. < αρχ. ἔλλογος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες