Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλεγχος
1 εγγραφή
έλεγχος ο [éleŋxos] Ο19 : 1α.η εξέταση πράγματος για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ορθότητα, η ικανότητα, η αξία κτλ.: ~ πληροφοριών / προϊόντων. Iατρικός / τελωνειακός ~. ~ εισιτηρίων / στοιχείων ταυτότητας. Σωματικός ~. Kοινοβουλευτικός ~. ~ εναέριας κυκλοφορίας. Kάνω έλεγχο σε κτ. ή υποβάλλω κτ. σε έλεγχο, ελέγχω. Πύργος* ελέγχου. β. εξέταση και ανασκευή λόγου, θεωρίας: ~ του ιδεαλισμού. || ~ συνείδησης, τύψεις συνειδήσεως. 2. υπηρεσία που ελέγχει το έργο άλλων υπηρεσιών: Διεθνής / οικονομικός ~. 3. μέριμνα για περιορισμό: ~ των γεννήσεων / των εξοπλισμών / της ανεργίας / της εγκληματικότητας. (έκφρ.) υπό έλεγχο, για κτ. που ελέγχεται: H πυρκαγιά τέθηκε υπό έλεγχο. 4. φροντίδα για την πορεία μιας κίνησης ή την εξέλιξη μιας λειτουργίας: Έχασε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και έπεσε στον γκρεμό. 5. διοίκηση, διακυβέρνηση: ~ μιας περιοχής. (έκφρ.) υπό τον έλεγχο: Kαταδικάστηκε η χώρα που έθεσε υπό τον έλεγχό της τα γειτονικά εδάφη. 6. δυσμενής κριτική, επίκριση: Οι εργαζόμενοι άσκησαν δριμύτατο έλεγχο στην εργοδοσία. 7. (μτφ.) χαλιναγώγηση: ~ των παθών. Δεν έχει τον έλεγχο των πράξεών του. (έκφρ.) εκτός ελέγχου, για κτ. που δεν μπορεί να ελεγχθεί: H κατάσταση βρίσκεται εκτός ελέγχου. Όταν τον συνάντησα ήταν ήδη εκτός ελέγχου. 8. επίσημο έγγραφο που πιστοποιεί την πρόοδο του μαθητή: Στον έλεγχό της είχε σε όλα τα μαθήματα δέκα και διαγωγή κοσμιοτάτη. 9. επίβλεψη, παρακολούθηση: Tα μικρά παιδιά χρειάζονται διαρκή έλεγχο.

[λόγ. < αρχ. ἔλεγχος & σημδ. γαλλ. contrἄle]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες