Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλαφος
1 εγγραφή
έλαφος η [élafos] Ο36 : (λόγ.) το ελάφι: Aρσενική ~. Θηλυκή ~, ελαφίνα.

[λόγ. < αρχ. ἔλαφος ὁ, ἡ άσχετα προς το φυσικό γένος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες