Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλατος
3 εγγραφές [1 - 3]
έλατος ο [élatos] Ο20 : (λαϊκότρ.) το έλατο.

[αρχ. ἐλάτη ἡ μεταπλ. σε αρσ. αναλ. προς άλλα με παρόμοια αλλ.: ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος ίσως με βάση ενδιάμεσο τ. *ἡ ἔλατος]

ελατός -ή -ό [elatós] Ε1 : (φυσ., τεχν.) (για μέταλλο) που έχει την ιδιότητα να σφυρηλατείται ή να μετατρέπεται σε έλασμα· ελάσιμος· (πρβ. όλκιμος): Ο χαλκός είναι μέταλλο ελατό.

[λόγ. < αρχ. ἐλατός]

ελατοσίδηρος ο [elatosíδiros] Ο19 : σίδηρος που μπορούν να τον κατεργαστούν με έλαση για να παράγουν ελάσματα. ANT χυτοσίδηρος.

[λόγ. ελατ(ός) -ο- + σίδηρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες