Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έλατο
10 εγγραφές [1 - 10]
έλατο το [élato] Ο40 : αειθαλές κωνοφόρο δέντρο του δάσους με ψηλό και ευθυτενή κορμό και διάταξη κλαδιών που του δίνει μορφή πυραμίδας: Θεόρατα / χιονισμένα έλατα. Δάσος (από) έλατα. Aγόρασα ένα ~ για να το στολίσω τα Xριστούγεννα.

[< έλατος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

ελατοβούνι το [elatovúni] Ο44 : (λαϊκότρ.) βουνό κατάφυτο από έλατα.

[έλατ(ο) -ο- + βουν(ό) -ι]

ελατόδασος το [elatóδasos] Ο47 : δάσος από έλατα.

[έλατ(ο) -ο- + δάσος]

ελατόξυλο το [elatóksilo] Ο41 : ελάτινο ξύλο.

[έλατ(ο) -ο- + ξύλο]

ελατόπισσα η [elatópisa] Ο27 : ρητίνη από έλατο.

[έλατ(ο) -ο- + πίσσα]

έλατος ο [élatos] Ο20 : (λαϊκότρ.) το έλατο.

[αρχ. ἐλάτη ἡ μεταπλ. σε αρσ. αναλ. προς άλλα με παρόμοια αλλ.: ἡ πλάτανος > ὁ πλάτανος ίσως με βάση ενδιάμεσο τ. *ἡ ἔλατος]

ελατός -ή -ό [elatós] Ε1 : (φυσ., τεχν.) (για μέταλλο) που έχει την ιδιότητα να σφυρηλατείται ή να μετατρέπεται σε έλασμα· ελάσιμος· (πρβ. όλκιμος): Ο χαλκός είναι μέταλλο ελατό.

[λόγ. < αρχ. ἐλατός]

ελατοσίδηρος ο [elatosíδiros] Ο19 : σίδηρος που μπορούν να τον κατεργαστούν με έλαση για να παράγουν ελάσματα. ANT χυτοσίδηρος.

[λόγ. ελατ(ός) -ο- + σίδηρος]

ελατότητα η [elatótita] Ο28 : (φυσ., τεχν.) η ιδιότητα του ελατού, η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων να παίρνουν τη μορφή ελάσματος με την κατάλληλη επεξεργασία· (πρβ. ολκιμότητα).

[λόγ. ελατ(ός) -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. ductilité]

ελατόφυτος -η -ο [elatófitos] Ε5 : για τόπο κατάφυτο από έλατα: Ελατόφυτες κορυφές.

[λόγ. ελάτ(η) -ο- + -φυτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες