Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκφυλος
1 εγγραφή
έκφυλος -η -ο [ékfilos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει διεστραμμένη γεννετήσια συμπεριφορά· διεφθαρμένος, ακόλαστος, παραλυμένος: ~ χαρακτήρας. Έκφυλη ζωή. ~ βίος. Έκφυλα γούστα / ήθη. Έκφυλο ύφος / βλέμμα / χείλια. έκφυλα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἔκφυλος `αφύσικος, φριχτός΄ σημδ. γαλλ. dégénéré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες