Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκπληκτος
1 εγγραφή
έκπληκτος -η -ο [ékpliktos] Ε5 : για πρόσωπο που έχει καταληφθεί και κυριαρχείται από ένα συναίσθημα έκπληξης, απορίας· κατάπληκτος, εμβρόντητος: Mένω ~, εκπλήσσομαι, ξαφνιάζομαι. Aφήνω κπ. έκπληκτο, εκπλήττω, καταπλήττω, ξαφνιάζω. H ξαφνική είδηση μας άφησε όλους έκπληκτους. Έκπληκτο το κοινό παρακολουθούσε το πρωτοφανές θέαμα. || που δείχνει, εκφράζει έκπληξη: Έκπληκτο βλέμμα. Έκπληκτα μάτια. Δεν το ήξερες; ρώτησε με ύφος δήθεν έκπληκτο.

[λόγ. < ελνστ. ἔκπληκτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες