Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκλυτος
1 εγγραφή
έκλυτος -η -ο [éklitos] Ε5 : (για τρόπο, συμπεριφορά ζωής) που δεν υπόκειται στους περιορισμούς μιας γενικά αποδεκτής αντίληψης για τα χρηστά ήθη και δείχνει μιαν έντονη ροπή προς τις υλικές απολαύσεις και κυρίως προς τις γενετήσιες ηδονές· (πρβ. ελευθέριος, ακόλαστος): Έκλυτη ζωή. ~ βίος. Έκλυτα ήθη.

[λόγ. < ελνστ. ἔκλυτος, αρχ. σημ.: `ελαφρύς΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες