Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έκζεμα
3 εγγραφές [1 - 3]
έκζεμα το [égzema] Ο49 : (ιατρ.) φλεγμονώδης δερματοπάθεια, ποικίλης αιτιολογίας: Οξύ / χρόνιο / εντοπισμένο / γενικευμένο / χημικό / ηλιακό / τραυματικό ~.

[λόγ. < ελνστ. ἔκζεμα]

εκζεματικός -ή -ό [egzematikós] Ε1 : (ιατρ.) που έχει σχέση με το έκζεμα· (πρβ. εκζεματώδης): ~ κνησμός. Εκζεματικά συμπτώματα. || (ως ουσ.) ο εκζεματικός, για πρόσωπο που πάσχει από έκζεμα.

[λόγ. εκζεματ- (έκζεμα) -ικός]

εκζεματώδης -ης -ες [egzematóδis] Ε11 : (λόγ., ιατρ.) που αναφέρεται στο έκζεμα· (πρβ. εκζεματικός): Εκζεματώδη συμπτώματα. || που μοιάζει με έκζεμα: ~ δερματοπάθεια. || που φέρει εκζέματα: Εκζεματώδη άκρα.

[λόγ. εκζεματ- (έκζεμα) -ώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες