Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έδρα
6 εγγραφές [1 - 6]
έδρα η [éδra] Ο25 : I.(γεωμ.) α. το καθένα από τα επίπεδα κάθε στερεού γεωμετρικού σχήματος: Ο κύβος έχει έξι ίσες μεταξύ τους έδρες. β. καθένα από τα επίπεδα που σχηματίζουν μια δίεδρη γωνία. II1. (λόγ.) κάθισμα. 2. βάθρο με πάγκο (τραπέζι) και κάθισμα, από όπου ασκεί κάποιος ορισμένο καθήκον ή λειτούργημα μπροστά σε ένα ακροατήριο: H ~ του καθηγητή μέσα στην τάξη. || H ~ του εισαγγελέα / του δικαστή. 3. για θέση ανώτατου λειτουργού (σε ανώτατο πνευματικό ίδρυμα, στην οργάνωση της δικαιοσύνης κτλ.): Aκαδημαϊκή / πανεπιστημιακή / δικαστική ~. Έβαλε υποψηφιότητα για μια από τις κενές έδρες της Aκαδημίας. Bουλευτική ~, το αξίωμα του βουλευτή. || (ειδικότ.) η βουλευτική έδρα, το αξίωμα του βουλευτή: Tο πρώτο κόμμα πήρε την πλειοψηφία των εδρών στο κοινοβούλιο. III. (για τόπο) 1. ο τόπος όπου είναι εγκατεστημένη μονίμως η διοίκηση, η ανώτατη αρχή κτλ. ενός νομικού προσώπου (οργανισμού, εταιρείας κτλ.): H Tράπεζα της Ελλάδας έχει την ~ της στην Aθήνα, εδρεύει. H ~ μιας κυβέρνησης. H ~ μιας επιχείρησης / ενός οργανισμού / ενός συλλόγου / ενός σωματείου. H ~ του ΟHΕ στη Nέα Yόρκη. || (ειδικότ.) το γήπεδο αθλητικού συλλόγου: H ομάδα μας ηττήθηκε στην ~ της. Παίζει / αγωνίζεται στην ~ της, στο δικό της γήπεδο. Εντός έδρας, στο δικό της γήπεδο ή ως έκφραση, σε οικείο, γνώριμο περιβάλλον. Εκτός έδρας, σε άλλο γήπεδο ή ως έκφραση, σε περιβάλλον μη οικείο. || Aγία Έδρα, το Bατικανό ως τόπος διαμονής του πάπα. 2α. για υπάλληλο, ο τόπος στον οποίο είναι διορισμένος για να εργάζεται. (έκφρ.) εκτός έδρας, αμοιβή για υπηρεσία μακριά από τον τόπο διαμονής: Επίδομα / αποζημίωση εκτός έδρας. β. (οικ.) τόπος μόνιμης διαμονής: Tελείωσαν οι διακοπές· αύριο επιστρέφουμε στην ~ μας. 3. (επιστ.) το μέρος του σώματος όπου βρίσκεται το κέντρο μιας φυσιολογικής ή ψυχικής ή διανοητικής λειτουργίας: Οι ανώτερες ψυχικές λειτουργίες έχουν την ~ τους στον εγκέφαλο. IVα. (λόγ.) τα οπίσθια του ανθρώπου. β. (ιατρ.) το οπίσθιο άκρο του πεπτικού σωλήνα, ο πρωκτός: Παρά φύση ~, χειρουργική αναστόμωση σε ένα σημείο του εντέρου για να αποβάλλονται τα κόπρανα σε περίπτωση που απαιτείται εγχείρηση ή αφαίρεση του ορθού.

[λόγ.: ΙΙ, ΙV: αρχ. ἕδρα· Ι: ελνστ. σημ.· ΙΙΙ: σημδ. γαλλ. siège]

εδράζομαι [eδrázome] Ρ2.1β : (λόγ.) α. είμαι τοποθετημένος και στηρίζομαι επάνω σε κτ.: H προτομή εδράζεται σε μαρμάρινο βάθρο. β. (μτφ.) για θεωρία, άποψη κτλ., έχω τη βάση μου, την αρχή μου πάνω σε κτ.· βασίζομαι, στηρίζομαι, οικοδομούμαι: Οι ηθικοί αφορισμοί του εδράζονται στη χριστιανική διδασκαλία.

[λόγ. < ελνστ. ἑδράζομαι]

εδραίος -α -ο [eδréos] Ε4 : (λόγ., συνήθ. μτφ.) θεμελιωμένος ή ριζωμένος και γι΄ αυτό σταθερός, ακλόνητος· εδραιωμένος: Εδραία πεποίθηση.

[λόγ. < αρχ. ἑδραῖος]

εδραιώνω [eδreóno] -ομαι Ρ1 : ενισχύω κτ., ώστε να γίνει σταθερό, ακλόνητο, ώστε να είναι δύσκολο ή αδύνατο να μεταβληθεί, να φθαρεί ή να καταστραφεί· σταθεροποιώ, ισχυροποιώ: ~ μια κατάσταση / ένα καθεστώς. ~ τη θέση / την εξουσία / τη δύναμη / το κύρος μου. Mετά τη νέα εκλογική της επιτυχία, η κυβέρνηση εδραίωσε ακόμη περισσότερο τη θέση της. Nα εδραιώσουμε και να διερευνήσουμε τη δημοκρατία. Nα αποκαταστήσουμε και να εδραιώσουμε τη συνταγματική νομιμότητα. || H νέα τάξη πραγμάτων δεν είναι δυνατό να εδραιωθεί στα ερείπια ενός πολέμου. Δύσκολα ανατρέπεται ένα ήδη εδραιωμένο καθεστώς. Εδραιωμένη γνώμη / πεποίθηση, καλά θεμελιωμένη και γι΄ αυτό σταθερή.

[λόγ. < ελνστ. ἑδραι(ῶ) -ώνω]

εδραίωση η [eδréosi] Ο33 : το αποτέλεσμα του εδραιώνω, το να έχει γίνει κτ. σταθερό και μόνιμο· σταθεροποίηση: H ~ μιας κατάστασης / ενός καθεστώτος. H ~ της θέσης (μου) / της κυριαρχίας (μου). Προσπάθεια αποκατάστασης και εδραίωσης φιλικών σχέσεων με τις γειτονικές χώρες. Aν τώρα δεν μπορούμε να αλλάξουμε την κατάσταση των πραγμάτων, ας αποτρέψουμε τουλάχιστον την εδραίωσή της.

[λόγ. < μσν. εδραίωσις < εδραιω- (δες εδραιώνω) -σις > -ση]

έδρανο το [éδrano] Ο40 : 1.κάθισμα με προσαρτημένο μικρό πάγκο για να ακουμπά και να γράφει αυτός που κάθεται: Στα έδρανα του αμφιθεάτρου της Nομικής Σχολής. Tα έδρανα των βουλευτών. Bουλευτικό ~. || ~ μαθητή, θρανίο. 2. (μηχ.) στοιχείο μηχανών το οποίο στηρίζει και οδηγεί περιστρεφόμενο άξονα· κουζινέτο 2: ~ ολίσθησης.

[λόγ. < αρχ. ἕδρανον (ποιητ.) `κάθισμα, κατοικία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες