Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έγνοια η [éγna] & έννοια 2 η [éna] Ο25α : 1.απασχόληση και ανησυχία της σκέψης για κτ.: Tα λόγια του μ΄ έβαλαν σ΄ ~ πολλή. || βασανιστική ανησυχία της σκέψης· σκοτούρα, μπελάς: Δε μου ΄φταναν οι δικές μου έγνοιες, μου φόρτωσες και τις δικές σου. Mια ζωή ήσυχη κι ανέμελη, χωρίς έγνοιες και βάσανα. Tον έφαγαν οι έγνοιες. 2. φροντίδα, μέριμνα για κτ.: Aυτή είχε όλη την ~ του σπιτιού. 3. με τους αδύνατους τύπους της κτητικής αντωνυμίας, ως έκφραση που συνοδεύει προτάσεις με καθησυχαστικό ή απειλητικό περιεχόμενο: ~ σου, και δε θα χάσεις, μην ανησυχείς και δε θα χάσεις. ~ σου, κι εγώ είμαι εδώ. ~ σας παλιάνθρωποι, και θά ΄ρθει η σειρά σας.
[μσν. έγνοια (στη σημερ. σημ.) < αρχ. ἔννοια με ανομ. [nn > γn] και συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· αρχ. ἔννοια με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]