Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έγκριτος -η -ο [éŋgritos] Ε5 : για πρόσωπο που, όσον αφορά μια συγκεκριμένη επαγγελματική, επιστημονική κτλ. ιδιότητα, έχει αξία και κύρος τα οποία είναι αναγνωρισμένα και αποδεκτά· (πρβ. διακεκριμένος, διαπρεπής): ~ νομικός / πολιτικός σχολιαστής. || Έγκριτη εφημερίδα· (πρβ. έγκυρη).
[λόγ. < αρχ. ἔγκριτος `που γίνεται δεκτός΄]