Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγκριτος
1 εγγραφή
έγκριτος -η -ο [éŋgritos] Ε5 : για πρόσωπο που, όσον αφορά μια συγκεκριμένη επαγγελματική, επιστημονική κτλ. ιδιότητα, έχει αξία και κύρος τα οποία είναι αναγνωρισμένα και αποδεκτά· (πρβ. διακεκριμένος, διαπρεπής): ~ νομικός / πολιτικός σχολιαστής. || Έγκριτη εφημερίδα· (πρβ. έγκυρη).

[λόγ. < αρχ. ἔγκριτος `που γίνεται δεκτός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες