Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έγκληση η [éŋglisi] Ο33 : (νομ.) η καταγγελία αξιόποινης πράξης προς δικαστική αρχή, από το πρόσωπο που υπέστη τις συνέπειές της και η αίτηση για δίωξη και τιμωρία του υπαιτίου: Aδικήματα που διώκονται κατ΄ ~, και όχι αυτεπαγγέλτως. Δικαίωμα / υποβολή / ανάκληση έγκλησης.
[λόγ. < ελνστ. ἔγκλη(σις) -ση]