Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγκαυμα
1 εγγραφή
έγκαυμα το [éŋgavma] Ο49 : (και ιατρ.) κάκωση των ιστών του δέρματος που προκαλείται από την επενέργεια υψηλής θερμοκρασίας, ή καυστικής ή διαβρωτικής χημικής ουσίας· (πρβ. κάψιμο): Εγκαύματα πρώτου / δευτέρου / τρίτου βαθμού. || (ειδικότ.) ψυχρό ~, που προκαλείται από την επενέργεια πολύ χαμηλής θερμοκρασίας.

[λόγ. < ελνστ. ἔγκαυμα, αρχ. σημ.: `εικόνα με εγκαυστική τέχνη΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες