Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έγερση
1 εγγραφή
έγερση η [éjersi] Ο33 : (λόγ.) το να ξυπνά κάποιος και να σηκώνεται από το κρεβάτι, συνήθ. σε προγράμματα ομαδικής ζωής· αφύπνιση, ξύπνημα: Ώρα 7.30 π.μ. ~. || (ειδ. εκκλ.): H ~ του Λαζάρου (ένν. από τη νεκρική κλίνη), η ανάστασή του.

[λόγ. < αρχ. ἔγερ(σις) `ξύπνημα΄ -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες