Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άωτον
1 εγγραφή
άωτον το [áoton] Ο40 : στη ΦΡ το άκρον ~, η ακραία κατάσταση στην οποία έχει φτάσει κτ., το ανώτατο σημείο μιας αρνητικής συνήθ. καταστάσης ή ιδιότητας: Tο άκρον ~ του παραλογισμού. Tο άκρον ~ της αναίδειας / της ηλιθιότητας. || Tο άκρον ~ της τιμιότητας.

[λόγ. < αρχ. φρ. ἄκρον ἄωτον `το πιο εκλεκτό κομμάτι΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες