Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άωτον το [áoton] Ο40 : στη ΦΡ το άκρον ~, η ακραία κατάσταση στην οποία έχει φτάσει κτ., το ανώτατο σημείο μιας αρνητικής συνήθ. καταστάσης ή ιδιότητας: Tο άκρον ~ του παραλογισμού. Tο άκρον ~ της αναίδειας / της ηλιθιότητας. || Tο άκρον ~ της τιμιότητας.
[λόγ. < αρχ. φρ. ἄκρον ἄωτον `το πιο εκλεκτό κομμάτι΄]