Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άψυχος
1 εγγραφή
άψυχος -η -ο [ápsixos] Ε5 : 1.που δεν έχει ψυχή, που έχει μόνο υλική υπόσταση: Άψυχα μνημεία / αντικείμενα. ANT έμψυχος. || (ως ουσ.) τα άψυχα. ANT τα έμψυχα. 2. που έχει πεθάνει, που δεν είναι ζωντανός: Tα άψυχα σώματα των πολεμιστών κείτονταν καταγής. 3. (μτφ.) α. που δεν έχει ζωντάνια, ζωηρότητα: Άψυχο βλέμμα. Άψυχα λόγια. β. που είναι δειλός, άτολμος. άψυχα ΕΠIΡΡ στη σημ. 3.

[αρχ. ἄψυχος (1: λόγ. < αρχ. ἄψυχος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες