Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άχυρο το [áxiro] Ο42 : 1α.το αποξηραμένο στέλεχος των δημητριακών μετά την αφαίρεση του καρπού από το στάχυ: ~ από σιτάρι / κριθάρι / βρίζα. || Kαλύβα σκεπασμένη με ~. β. μικρά κομμάτια από άχυρο που χρησιμοποιούνται ως τροφή μεγάλων ζώων: Παχνί γεμάτο ~. 2. (μτφ.) που θυμίζει άχυρο στη γεύση ή στο χρώμα: Kρέας / τυρί σαν ~, άνοστο. Mαλλιά σαν άχυρα, πολύ ξανθά και ίσια. ΦΡ (δεν) τρώω άχυρα, (δεν) είμαι εύπιστος ή ανόητος. γυρεύω / ψάχνω ψύλλους* στ΄ άχυρα. έχει άχυρα (μέσα) στο κεφάλι του, δεν έχει μυαλό, είναι τελείως βλάκας. ΠAΡ ΦΡ δεν ξέρει να μοιράσει* δύο γαϊδάρων (τ΄) ~.
[μσν. άχυρο < αρχ. ἄχυρον]
- αχυρο- [a
iro] & αχερο- [a ero] & αχυρό- [a iró] ή αχερό- [a eró], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & αχυρ- [a ir] ή αχερ- [a er], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό: α. είναι κατασκευασμένο από άχυρο: αχυρόστρωμα, αχεροκαλύβα. β. περιέχει άχυρο: αχερόδεμα, ~κοπριά. γ. προορίζεται για το άχυρο: αχεραποθήκη. δ. (μτφ.) αχυράνθρωπος. [αρχ. ἀχυρ(ο)- θ. του ουσ. ἄχυρο(ν) ως α' συνθ.: ἀχυρο-δόκη `αχυρώνας΄· θ. του ουσ. άχερ(ο) -ο-]