Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχτι
9 εγγραφές [1 - 9]
άχτι το [áxti] Ο (άκλ.) : (προφ.) κυρίως στις εκφράσεις: έχω ~: α. έντονη επιθυμία για εκδίκηση: Δεν ξέρω γιατί μου έχει τόσο ~. β. (λαϊκότρ.) έντονη επιθυμία, λαχτάρα για κτ.: ~ το ΄χω να μείνω στο Xίλτον. ~ το ΄χε να παντρέψει την κόρη του. βγάζω το ~ μου, εκδικούμαι: Tον έδειρε για να βγάλει το ~ του. Ήρθε η ώρα να βγάλω το ~ μου.

[τουρκ. ahd, ahit `όρκος, υπόσχεση΄ (από τα αραβ.) ]

αχτίδα η [axtíδa] Ο26 : I.(λογοτ.) ακτίνα: Οι αχτίδες του ήλιου. Mια ~ ελπίδας. II. περιφερειακή οργάνωση του κομμουνιστικού κόμματος: Επιτροπή / γραφεία / συνεδρίαση της αχτίδας.

[μσν. *αχτίδα (στη σημ. I) < ακτίδα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ακτ(ίνα) μεταπλ. -ίδα]

αχτιδικός -ή -ό [axtiδikós] Ε1 : που έχει σχέση με την αχτίδαII: Aχτιδική επιτροπή.

[λόγ. αχτίδ(α)II -ικός]

αχτιδωτός -ή -ό [axtiδotós] Ε1 : (λαϊκότρ.) ακτινωτός.

[αχτίδ(α)I -ωτός]

αχτίνα η [axtína] Ο26 : (λογοτ., λαϊκότρ.) ακτίνα.

[ελνστ. ἀκτῖνα με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < αρχ. ἀκτίς, αιτ. -ῖνα]

αχτινοβόλημα το [axtinovólima] Ο49 : (λογοτ.) ακτινοβόλημα.

[λόγ. < ακτινοβόλημα, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αχτινοβόλος -α -ο [axtinovólos] Ε4 : (λογοτ.) ακτινοβόλος.

[λόγ. < ακτινοβόλος, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

αχτινωτός -ή -ό [axtinotós] Ε1 : (λογοτ.) ακτινωτός.

[λόγ. < ακτινωτός, προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

άχτιστος -η -ο [áxtistos] Ε5 : που δεν τον έχουν χτίσει, που δεν είναι χτισμένος: Άχτιστο σπίτι.

[ελνστ. ἄκτιστος (μαρτυρείται στη σημ.: `αδημιούργητος΄) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες