Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άχρωμος -η -ο [áxromos] Ε5 : 1.που δεν έχει χρώμα: Tο νερό είναι άχρωμο. || που δεν έχει ζωηρό χρώμα και κυρίως που είναι υπόλευκος ή κιτρινωπός: Άχρωμο πρόσωπο. Άχρωμα χείλη / μάγουλα. 2. (μτφ.) που χαρακτηρίζεται από την απουσία των στοιχείων εκείνων που δίνουν εκφραστικότητα και ιδιαιτερότητα σε κτ.: Άχρωμη φωνή, μονότονη, επίπεδη. Άχρωμη κυβέρνηση.
άχρωμα ΕΠIΡΡ. [λόγ.: 1: μσν. άχρωμος < α- 1 χρώμ(α) -ος (διαφ. το αρχ. ἄχρωμος `που δεν κοκκινίζει το πρόσωπό του, ξεδιάντροπος΄)· 2: σημδ. γαλλ. incolore]