Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχραντος
1 εγγραφή
άχραντος -η -ο [áxrandos] Ε5 : (κυρ. εκκλ.) αμόλυντος, αγνός: Άχραντη Παρθένα, η Παναγία. Άχραντα μυστήρια, η Θεία Ευχαριστία.

[λόγ. < αρχ. ἄχραντος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες