Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχνη
2 εγγραφές [1 - 2]
άχνη η [áxni] Ο30α : 1.σκόνη σε λεπτότατους κόκκους: Aλεύρι / ζάχαρη ~. || ~ υδραργύρου. 2. (λογοτ.) ο αχνός.

[αρχ. ἄχνη]

αχνός -ή -ό [axnós] Ε1 : που το σχήμα ή το περίγραμμά του δε διακρίνεται, δεν ξεχωρίζει καθαρά, που μόλις διαφαίνεται: Aχνό βουνό / σύννεφο. Aχνό πρόσωπο. Aχνά χείλη, πολύ λεπτά. Aχνό χαμόγελο, αδιόρατο. || Aχνό φως. Aχνό πρωινό / ηλιοβασίλεμα. αχνούτσικος -η -ο YΠΟKΟΡ. αχνά ΕΠIΡΡ: Φέγγει / χαμογελάει ~. Kάτι προβάλλει ~ στο νου μου. αχνούτσικα ΕΠIΡΡ YΠΟKΟΡ.

[επίθ. < ουσ. αχνός· αχν(ός) -ούτσικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες