Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άχθος
1 εγγραφή
άχθος το [áxθos] Ο46 : στην απαρχαιωμένη έκφραση ~ αρούρης, ως χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη και χαραμοφάη.

[λόγ. < αρχ. ἄχθος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες