Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άφτερ σέιβ το [áfter séiv] Ο (άκλ.) : ανδρικό καλλυντικό που χρησιμοποιείται ύστερα από το ξύρισμα.
[λόγ. < αγγλ. after-shave (lotion) ή μέσω του γαλλ. after-shave]