Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άφθονος -η -ο [áfθonos] Ε5 : που υπάρχει ή που προσφέρεται σε αφθονία, σε ποσότητα μεγάλη ή μεγαλύτερη από όση χρειάζεται: Στην αγορά υπάρχουν άφθονα προϊόντα. Διαθέτω άφθονα μέσα. Πλένω τα φρούτα με άφθονο νερό.
[λόγ. < αρχ. ἄφθονος]