Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφθονος
1 εγγραφή
άφθονος -η -ο [áfθonos] Ε5 : που υπάρχει ή που προσφέρεται σε αφθονία, σε ποσότητα μεγάλη ή μεγαλύτερη από όση χρειάζεται: Στην αγορά υπάρχουν άφθονα προϊόντα. Διαθέτω άφθονα μέσα. Πλένω τα φρούτα με άφθονο νερό.

[λόγ. < αρχ. ἄφθονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες