Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: άφατος
1 εγγραφή
άφατος -η -ο [áfatos] Ε5 : που δεν μπορούν να τον περιγράψουν, να τον εκφράσουν· απερίγραπτος, ανείπωτος: Άφατη θλίψη / νοσταλγία / χαρά.

[λόγ. < αρχ. ἄφατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες